- ενεδρευτής
- ο (AM ἐνεδρευτής)αυτός που ενεδρεύει, που μετέχει σε ενέδρα («ενεδρευτής στρατιώτης»)νεοελλ.γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών καραβιιδών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνεδρευτής — ensnarer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεδρευταί — ἐνεδρευτής ensnarer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεδρευτάς — ἐνεδρευτά̱ς , ἐνεδρευτής ensnarer masc acc pl ἐνεδρευτά̱ς , ἐνεδρευτής ensnarer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένεδρος — (I) ἔνεδρος, ο (AM) μσν. ο ενεδρευτής αρχ. αυτός που κατοικεί σ έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν ἔχει», Σοφ.). (II) ἔνεδρος, α, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό … Dictionary of Greek
εφεδρευτής — ἐφεδρευτής, ὁ (Α) [εφεδρεύω] ενεδρευτής … Dictionary of Greek